- οστεοτομία
- ηιατρ. τμήση οστού για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. osteotomie < ὀστέον / ὀστοῦν + -τομία (< -τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρανιοτομία — η οστεοτομία τού θόλου τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniotomie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + tomie (< νεώτ. λατ. tomia < τομία < τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ.… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
συνοστεοτομία — η, Ν ανατ. ανατομική παρασκευή τών αρθρώσεων τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οστεοτομία] … Dictionary of Greek